Στις μέρες μας, πολλά ζευγάρια σε όλο τον κόσμο δεν αποκτούν παιδιά για προσωπικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς λόγους ή λόγους υπογονιμότητας. Σε πολλές περιπτώσεις, τα ζευγάρια καθυστερούν τη σύλληψη με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν υπογονιμότητα που σχετίζεται με την ηλικία. Τα ζευγάρια αποφασίζουν να
αναβάλουν να γίνουν γονείς κυρίως για την επαγγελματική τους εξέλιξη και οικονομική ανεξαρτησία.
Αυτή η κατάσταση είναι ιδιαίτερα εμφανής στην Ελλάδα. Το 2020 η μέση ηλικία των Ελληνίδων που απέκτησαν μωρό ήταν 30,7, σε σύγκριση με τη μέση ηλικία των γυναικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ήταν 29,5. Επίσης, το 2020, το συνολικό ποσοστό γονιμότητας στην Ελλάδα ήταν 1,39 ζωντανές γεννήσεις ανά γυναίκα σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ήταν 1,50 (πηγή: Eurostat – Πίνακας 1). Ο αριθμός αυτός είναι πολύ χαμηλότερος από τον μέσο αριθμό γεννήσεων ζώντων νεογνών (2,10) ανά γυναίκα που απαιτείται για να διατηρηθεί σταθερό το μέγεθος του πληθυσμού. Η αποτυχία διατήρησης του πληθυσμού μπορεί να οδηγήσει σε μία κοινωνία ηλικιωμένων ατόμων που δεν μπορούν να συνεισφέρουν στον συνολικό οικονομικό πλούτο.
Ως εκ τούτου, είναι καθήκον μας να βελτιώσουμε, να επεκτείνουμε και να κάνουμε πιο προσιτές τις υπηρεσίες υπογονιμότητας, καθώς επίσης να αυξήσουμε την ευαισθητοποίηση των Ελλήνων/Ελληνίδων για την αναπαραγωγική υγεία. Επίσης είναι καθήκον μας να παρέχουμε επιστημονικές πληροφορίες στους νέους σχετικά με την αναπαραγωγική υγεία από το πρώτο τους ραντεβού με έναν γιατρό-ειδικό γονιμότητας,
προκειμένου να τους βοηθήσουμε να λάβουν τεκμηριωμένες αποφάσεις για τη μελλοντική τους γονιμότητα ή/και τη διατήρηση της γονιμότητας.
|